αυλάκωμα
Смотреть что такое "αυλάκωμα" в других словарях:
αυλάκωμα — το 1. ο σχηματισμός αυλακιών 2. το αυλάκι … Dictionary of Greek
αυλάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του αυλακώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… … Dictionary of Greek
διαυλάκωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού «διαυλακώνω», η διάνοιξη αυλακιών, αυλάκωμα 2. διαδρομή χώρου σε μικρό διάστημα … Dictionary of Greek
εντομή — η (Α ἐντομή) εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα νεοελλ. 1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα 2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής… … Dictionary of Greek
τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… … Dictionary of Greek
ιχθυόσαυροι — Θαλάσσια ερπετά που έχουν εκλείψει. Το σώμα τους, μήκους 1 10 μ., έμοιαζε με αυτό του ψαριού. Είχαν ογκώδες κεφάλι, μακρύ λαιμό και μεγάλες οφθαλμικές κόγχες. Τα δόντια τους (που δεν υπήρχαν πάντοτε) ήταν κωνικά και σφηνωμένα σε ένα κοινό… … Dictionary of Greek
εντομή — η 1. σχισμή, εγκοπή, χαραγή, αυλάκωμα. 2. (ανατ.), σχισμή ή αυλάκι σε κόκαλα ή σε άλλα όργανα: Μεσοσπονδύλια εντομή. 3. (βοτ.), κάθε τομή (χάραξη) του φλοιού για το δυνάμωμα του φυτού: Εγκάρσια εντομή. 4. (ναυτ.), κενό σε ξύλο, όπου μπαίνει και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)